Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Πότε αλλάζει η ώρα

Πότε αλλάζει η ώραΠότε αλλάζει η ώΜία ώρα θα κερδίσουμε από την αλλαγή ώρας, που σημαίνει μία ώρα περισσότερο ύπνο. Η αλλαγή ώρας από θερινή σε χειμερινή ώρα θα πραγματοποιηθεί την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου.

Η χειμερινή ώρα θα αλλάξει τα ξημερώματα της Κυριακής 25 Οκτωβρίου και οι δείκτες του ρολογιού θα γυρίσουν μία ώρα πίσω. Συγκεκριμένα, στις 04:00 τα ξημερώματα της Κυριακής, τα ρολόγια θα επιστρέψουν στις 03:00 προσφέροντας άλλη μία ώρα ύπνο ή άλλη μία ώρα διασκέδασης.

2015 αλλαγή ώρας: την Κυριακή στις 25 Οκτωβρίου



Εκτύπωση

Τσιριτιρι Τσιριτρο.wmv






Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι. Τσίρι τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί τσιριτρό! Εχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές κι είχαν γέλια και χαρές. Τσίρι τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί τσιριτρό! Πώπω, πώπω, σε μια ρώγα φαγοπότι και φωνή! την αφήκαν αδειανή. Τσίρι τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί τσιριτρό! Και μεθύσαν κι όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα, τραγουδώντας στον αέρα. Τσίρι τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί τσιριτρό!

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Από πού πήρε το όνομά του και γιατί είναι ο δέκατος μήνας του έτους;;;


Ο Οκτώβριος ή Οκτώβρης, ή Οχτώβρης, η Τρυγομηνάς (νησιώτικα Αιγαίου και ποντιακά) είναι ο δέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Επειδή το πιο σημαντικό δώρο του Οκτωβρίου στους γεωργούς είναι οι πολλές βροχές του, γι' αυτό σε πολλά μέρη ονομάζεται «Βροχάρης», αλλά και μήνας της σποράς, εξ ου και τα ονόματα «Σποριάτης», «Σποριάς» και «Σπαρτός». Ηταν ο τέταρτος μήνας του αττικού έτους. Ονομάστηκε Πυανεψιών από τα ιερά Πυανέψια ή Πυανόψια, εορτή προς τιμήν του Απόλλωνα. O Οκτώβριος αρχίζει την ίδια ημέρα του χρόνου με τον Ιανουάριο, εκτός από τα δίσεκτα έτη. Τυχερό λουλούδι του μήνα είναι η καλέντουλα και τυχερό πετράδι το οπάλιο.
Πήρε τ' όνομά του από τη λατινική λέξη octo που σημαίνει οχτώ, γιατί πραγματικά στο παλιό-ρωμαϊκό ημερολόγιο,
που άρχιζε από το μήνα Μάρτη, κρατούσε την όγδοη θέση ... όταν το 46 π.χ. τα πρωτεία του χρόνου τα πήρε ο Γενάρης, τότε ο Οκτώβρης έγινε ο δέκατος μήνας.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

"ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ"


Το μικρό μαρμάρινο αγόρι, το άγαλμα, άφησε σαν προσφυγάκι την πατρίδα του στη Μικρασία και στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τότε κρύωνε ολοένα, γιατί νοσταλγούσε αθεράπευτα την πατρίδα του στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν όμως όταν θα βρει δυο φίλους καρδιάς, την κυρία Γαλάτεια, την καθαρίστρια του Μουσείου, και το μικρό Λάμπη, το γιο του νυχτοφύλακα. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν μ’ ένα παράξενο όνειρο. Απ’ τ’ όνειρο θα φτερουγίσει στο Μουσείο ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί που θα τους ταξιδέψει μια νύχτα με πανσέληνο στις χαμένες πατρίδες, στη Μικρασία.

Την τελευταία νύχτα εκείνου του Οκτώβρη ήρθε κι ο Λάμπης, ο 


μικρός γιος του νυχτοφύλακα. Πολύ το χε μεράκι ο Λάμπης να γινόταν γλύπτης όταν θα μεγάλωνε. Να σκάλιζε, λέει, κι αυτός στο μάρμαρο αγάλματα σαν κι εκείνα στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Τι όμορφα που είναι τα αρχαία αγάλματα! Και λαχταρούσε ο Λάμπης να τ’ ακουμπήσει με το χέρι του, να τα χαϊδέψει. Όμως όλο «μη» και «μη» τού έλεγαν, «απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις». Μα το ένιωθε εκείνος πως τ’ αρχαία αγάλματα αποζητούσανε αγγίγματα σαν το δικό του.
Κι αφού τη μέρα οι φύλακες είχαν τα μάτια τετρακό-σια, άλλη λύση δεν έμενε: παρακαλούσε τον πατέρα του μήνες και μήνες, «πάρε με μαζί σου μια νύχτα στο μουσείο, πάρε με, πατέρα. Να γίνω γλύπτης θέλω, πατέρα». Μια, δυο, τρεις, δέκα, απ’ τα πολλά τα παρακάλια τελικά του κανε το χατίρι. Σαν μελένιο όνειρο ήταν, και πιο πολύ ακόμη… Μπερδεύτηκε ο Λάμπης μέσα σε πλήθος αγάλματα που σεριανούσαν στις αίθουσες του μουσείου, αργά, νωχελικά, λες κι είχαν μόλις βγει από βαθύ λήθαργο. Γυναίκες και παιδιά και άντρες και θεοί, όλοι ανάκατα, στο βελουδένιο μισοσκόταδο. Κι ανάμεσα τους να φυσάει, θαρρείς, ένα απαλό αεράκι. Δεν πίστευε στα μάτια του ο Λάμπης. «Κοίτα να δεις… Καλά μου το λεγε ο πατέρας… τις νύχτες ζωντανεύουν τ’ αγάλματα!»

Κι είδε περήφανους θεούς να υποκλίνονται ταπεινά σε ανθρώπους που μοιάζανε θεοί, και παιδιά να 
χουν πάρει στο κατόπι θεούς κρατώντας τους απ’ το μακρύ τους ρούχο. Και κοπελιές είδε σαν τα κρύα νερά να προχωρούν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους. Είδε και μοναχικά αγάλματα να στέκονται απόμερα στη γωνιά κι άλλα μαζεμένα σε παρέες να συζητούν, χωρίς όμως ν’ ακούγεται μιλιά. Έστησε αυτί ο Λάμπης μήπως και πιάσει καμιά λέξη. Μα τίποτα. Ξαφνικά, μες στη σιωπή των αγαλμάτων, άκουσε ο Λάμπης μια λεπτή φωνίτσα:

- Έι, ψιτ. Σε σένα μιλάω…

Από το βάθος της αίθουσας ερχόταν η φωνή. Τράβηξε κατά κει και μόνο τότε πρόσεξε ένα μικρό αγόρι να στέκεται ακίνητο, σφιχτοτυλιγμένο στην κάπα του, μ’ ένα σκυλάκι αγκαλιά. Το άγαλμα κρύωνε πολύ, όχι απ’ το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος, πιο βαθύς. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή πατρίδα του στη Μικρασία, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. 

- Σίγουρα είσαι ο Λάμπης εσύ!
 

- Ναι, ο Λάμπης είμαι, ο γιος του νυχτοφύλακα. Μα τ’ όνομά μου πού το ξέρεις;
 

- Σε περίμενα. Είχε δίκιο το γαλάζιο πουλί πως θα ’ρχόσουν. Ήρθες! Καλώς ήρθες!
 

- Το γαλάζιο πουλί; Ποιο πουλί; έκανε διπλά απορημένος ο Λάμπης.

Και του τα εξήγησε όλα το μικρό προσφυγάκι. Για το γαλάζιο πουλί του 
’πε που βγάζει αληθινές τις πιο τρελές επιθυμίες. Του πε για την πατρίδα του στη Μικρασία. Και για την κυρία Γαλάτεια του πε, που είναι κι αυτή προσφυγοπούλα κι είναι τα μάτια της σαν τα νερά του Αιγαίου.

- Σ’ έβλεπα τόση ώρα, Λάμπη, ν’ αγγίζεις τ’ αγάλματα.
 

- Ναι. Μια μέρα θέλω να γίνω γλύπτης, προσφυγάκι μου, γι’ αυτό.
 

- Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με.
 

- Αλήθεια το λες; Μπορώ; Το θέλεις; έκανε ο Λάμπης και το σφιξε όλο πεθυμιά στην αγκαλιά του.
 
Κι αφού χόρτασε χάδια το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Να παίξουμε τώρα, Λάμπη;
 

- Ναι, να παίξουμε. Πρώτη φορά θα παίξω με άγαλμα!

Κι έπαιξαν τρίλιζα, κι έπαιξαν αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, κι ύστερα κρυφτό. Είχε και μπίλιες πολύχρωμες στην τσέπη του ο Λάμπης και μια σβούρα ξύλινη. Έπαιξαν μπίλιες, έπαιξαν και σβούρα. Κι αφού χόρτασε παιχνίδι το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Ξέρεις παραμύθια, Λάμπη; Πολύ μ’ αρέσουνε τα παραμύθια!
 

- Ξέρω… Μια φορά κι έναν καιρό…

Εκείνη τη νύχτα έγινε τρισευτυχισμένο το μικρό άγαλμα που κρύωνε. 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ     


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ" http://akrasakis.blogspot.com/2012/03/blog-post_3729.html#ixzz3oPuu3vt1

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ: ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ





  • Διαβάζω πάντα στο δωμάτιό μου και όχι στο σαλόνι ή στην κουζίνα.
  • Προσπαθώ να διαβάζω τις ίδιες ώρες κάθε ημέρα, αφού βεβαιωθώ πως έχω ξεκουραστεί από το σχολείο.
  • Φτιάχνω ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα με όλα τα μαθήματα τής κάθε ημέρας, αλλά και τις εξωσχολικές μου δραστηριότητες.
  • Συμβουλεύομαι το πρόγραμμά μου, πριν ξεκινήσω τη μελέτη μου και βγάζω τα βιβλία με τα αντίστοιχα τετράδια για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.
  • Αδειάζω και καθαρίζω το γραφείο μου, αφήνοντας μόνο δύο καλά ξυσμένα μολύβια, γόμα και υπογραμμιστικό μαρκαδοράκι.
  • Ξεκινάω με τα πιο δύσκολα και κουραστικά μαθήματα, για να έχω περισσότερη ενέργεια και πιο καθαρό μυαλό.
  • Βάζω πάνω στο γραφείο μου μόνο το βιβλίο, τετράδιο ή φυλλάδιο του μαθήματος που έχω επιλέξει να μελετήσω.
  • Αφού ολοκληρώσω τις ασκήσεις μου, διαγράφω από το πρόγραμμα το μάθημα αυτό, για να ξέρω πως το τελείωσα, αλλά και για να βλέπω την πρόοδό μου. Εάν έχω απορίες, κυκλώνω με έντονο χρώμα τις ασκήσεις για να μην τις ξεχάσω και ζητάω τη βοήθεια των γονιών μου.
  • Κάνω διάλειμμα, όχι μεγαλύτερο από 5' και όχι αφήνοντας την άσκησή μου στη μέση.
  • Ορίζω πόσο χρόνο θα χρειαστώ για κάθε μάθημα και βάζω ένα «ν» (τικ), όποτε πετυχαίνω το στόχο μου ή ένα «x», όποτε αποτυγχάνω, σημειώνοντας τι με δυσκόλεψε. Χρησιμοποιώ ένα ξυπνητήρι για να με βοηθήσει.  


  • ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

    Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

    Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων 4/10/2015


    Όλα τα ζώα γεννιούνται με ίσα δικαιώματα στη ζωή και στη δυνατότητα ύπαρξης.
    Κάθε ζώο δικαιούται φροντίδας, προσοχής και προστασίας από τον άνθρωπο.

    Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

    ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ





    Άη Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.
    Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια.
    Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει.
    Αν δε βρέξει, πώς θα ξαστερώσει;
    Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι.
    Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις.
    Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα.
    Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι.
    Μακριά βροντή, κοντά βροχή.
    Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται.
    Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις.
    Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα 'χεις.
    Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις.
    Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.
    Οκτώβρης και δεν έσπειρες οκτώ σωρούς δεν έκανες.
    Οκτώβρης και δεν έσπειρες, οκτώ σπυριά δεν κάνεις.
    Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες.
    Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός.
    Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι.
    Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι.
    Τ' άη - Δημητριού, τι είσαι 'σύ και τι 'μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό.
    Τ' Άη Λουκά σπείρε τα κουκιά.
    Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα.
    Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια

    κη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.
    Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια.
    Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει.
    Αν δε βρέξει, πώς θα ξαστερώσει;
    Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι.
    Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις.
    Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα.
    Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι.
    .

    Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

    "Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΛΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΦΡΕΝΤΥ"



    Η άνοιξη είχε περάσει. Το ίδιο και το καλοκαίρι. Το φύλλο που το έλεγαν Φρέντυ είχε μεγαλώσει. Το κοτσάνι του είχε γίνει χοντρό και δυνατό και οι πέντε προεκτάσεις του σταθερές και μυτερές. Είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά την άνοιξη, σαν ένας μικρός βλαστός σ’ ένα μεγάλο κλωνάρι στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου...

    Ο Φρέντυ περιβαλλόταν από εκατοντάδες άλλα φύλλα, ίδια σαν κι
    αυτόν, ή τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Δεν άργησε όμως, ν
    ανακαλύψει ότι κανένα φύλλο δεν ήταν εντελώς όμοιο με κάποιο άλλο, παρόλο που όλα βρίσκονταν στο ίδιο δέντρο. Ο Άφρεντ ήταν το διπλανό του φύλλο, ενώ ο Μπεν στεκόταν δεξιά του. Η Κλαίρη ήταν το πανέμορφο φύλλο, ακριβώς από πάνω. Είχαν μεγαλώσει όλα μαζί. Είχαν μάθει να χορεύουν με τη δροσερή αύρα της άνοιξης, να λιάζονται τεμπέλικα στον ήλιο του καλοκαιριού και να λούζονται στις κρύες στάλες της βροχής...  

    Όμως, ο καλύτερος φίλους του Φρέντυ ήταν ο Ντάνιελ. Ήταν το μεγαλύτερο φύλλο στο κλωνάρι και φαίνεται ότι βρισκόταν εκεί, πριν απ’ όλα τ’ άλλα φύλλα. Στον Φρέντυ φάνηκε, μάλιστα, ότι ο Ντάνιελ δεν ήταν το πιο παλιό φύλλο, αλλά και το πιο σοφό. Ο Ντάνιελ ήταν αυτός που τους είχε εξηγήσει ότι όλα τα φύλλα αποτελούσαν ένα μέρος του δέντρου. Ήταν ο Ντάνιελ, που τους είχε αποκαλύψει ότι ζούσαν και μεγάλωναν σ’ ένα δημόσιο πάρκο. Κι ακόμα, ο Ντάνιελ τούς είχε πει ότι το δέντρο τους είχε γερές ρίζες, κρυμμένες βαθιά μες στο χώμα. Τους είχε μιλήσει για τα πουλιά που κάθονταν πάνω στα κλαδιά και τιτίβιζαν εκεί τα πρωινά τους τραγούδια. Τους εξήγησε για τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια και τις εποχές.
    Του Φρέντυ τού άρεσε που ήταν φύλλο. Αγαπούσε το κλωνάρι του, τους ανάλαφρους φυλλωτούς φίλους του, τη θέση του ψηλά στον ουρανό, το θρόισμα που έφερνε ο άνεμος, τις ηλιαχτίδες που τον ζέσταιναν, το φεγγάρι που τον σκέπαζε με απαλές, άσπρες σκιές... 

    Το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα όμορφο. Οι μεγάλες θερμές μέρες ήταν απολαυστικές και οι ζεστές νύχτες ήσυχες και ονειρεμένες. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν την ώρα τους στο πάρκο, αυτό το καλοκαίρι. Συχνά κάθονταν κάτω από το δέντρο του Φρέντυ. Ο Ντάνιελ εξήγησε στον Φρέντυ ότι, το να προσφέρει τον ίσκιο του στους ανθρώπους, ήταν ένα μέρος από τον σκοπό του.  

    «Τι είναι σκοπός;» ζήτησε να μάθει ο Φρέντυ.
     
    «Ένας λόγος για να υπάρχεις», απάντησε ο Ντάνιελ. «Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να κάνουμε τα πράγματα πιο ευχάριστα για τους άλλους. Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να δίνουμε τον ίσκιο μας στους γέρους που έρχονται εδώ, δραπετεύοντας από τα σπίτια τους με την αφόρητη ζέστη. Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να βρίσκουν τα παιδιά ένα δροσερό μέρος για να παίζουν. Να δροσίζουμε με το θρόισμα των φύλλων μας τους εκδρομείς που έρχονται εδώ κι απλώνουν τα πολύχρωμα τραπεζομάντηλά τους για το πικ-νικ. Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι για να υπάρχουμε»

    Ο Φρέντυ συμπαθούσε ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους. Κάθονταν πολύ ήσυχα πάνω στο γρασίδι και περνούσαν εκεί την ώρα τους σχεδόν ακίνητοι. Μιλούσαν ψιθυριστά για τα περασμένα. Και τα παιδιά ήταν επίσης διασκεδαστικά, παρόλο που ορισμένες φορές χάραζαν τα ονόματά τους στον κορμό του δέντρου και έσκιζαν τις φλούδες του. Ήταν, ωστόσο, διασκεδαστικό να τα βλέπεις να τρέχουν αδιάκοπα και να γελούν τόσο πολύ. 

    Όμως, το καλοκαίρι του Φρέντυ πέρασε γρήγορα... Χάθηκε μια νύχτα του Οκτώβρη. Ποτέ ο Φρέντυ δεν είχε νιώσει τόση παγωνιά. Όλα τα φύλλα έτρεμαν από το κρύο. Ήταν σκεπασμένα μ’ ένα στρώμα πάχνης, που γρήγορα έλιωσε κι απόμειναν μουσκεμένα και γεμάτα δροσοσταλίδες που λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο.
     
    Και, πάλι, ήταν ο Ντάνιελ που τους εξήγησε ότι αυτό που ένιωσαν ήταν ο πρώτος παγετός, το σημάδι ότι ήταν κιόλας φθινόπωρο. Ότι ο χειμώνας δεν θ’ αργούσε να έρθει...
     
    Την ίδια σχεδόν στιγμή, ολόκληρο το δέντρο, στην πραγματικότητα ολόκληρο το πάρκο, μεταμορφώθηκε σε μια πύρινη εικόνα. Δεν είχε απομείνει σχεδόν κανένα πράσινο φύλλο. Ο Άλφρεντ είχε πάρει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα και ο Μπεν ένα έντονο πορτοκαλί. Η Κλαίρη είχε φορέσει το κόκκινο της φωτιάς, ο Ντάνιελ ένα βαθύ πορφυρό και ο Φρέντυ το κόκκινο, το χρυσαφί και το μπλε. Πόσο όμορφοι έδειχναν όλοι τους τώρα. Ο Φρέντυ και οι φίλοι του είχαν κάνει το δέντρο τους ένα ουράνιο τόξο. 

    «Γιατί βρεθήκαμε ξαφνικά με διαφορετικά χρώματα, αφού είμαστε όλοι στο ίδιο δέντρο;» ρώτησε ο Φρέντυ. 

    «Ο καθένας μας είναι διαφορετικός. Νιώσαμε διαφορετικά πράγματα, είχαμε διαφορετικές εμπειρίες. Αντικρίσαμε τον ήλιο διαφορετικά. Σχηματίζαμε και στέλναμε διαφορετικά τον ίσκιο μας. Γιατί να μην έχουμε διαφορετικά χρώματα;»
     
    Όλα αυτά τα είπε με μεγάλη σοβαρότητα ο Ντάνιελ. Και απευθυνόμενος στον Φρέντυ πρόσθεσε: «Αυτή η θαυμάσια εποχή λέγεται φθινόπωρο».
     

    Μια μέρα, ένα πολύ παράξενο πράγμα συνέβηκε. Η ίδια αύρα, το ίδιο αεράκι, που σε άλλη εποχή έκανε τα φύλλα να χορεύουν ανάλαφρα, τώρα τα φυσούσε δυνατά πάνω στο κοτσάνι τους και τα τράνταζε αγρεμένα. Μερικά φύλλα δεν άντεξαν το ανεμόδαρμα, κόπηκαν από τα κλαράκια τους και βρέθηκαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Στο τέλος, έπεφταν μαλακά πάνω στη γη.

    Όλα τα φύλλα φοβήθηκαν.
     
    «Τι συμβαίνει;» ρωτούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.

    «Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει το φθινόπωρο» τους εξήγησε ο Ντάνιελ.
     
    «Είναι καιρός για τα φύλλα ν΄αλλάξουν κατοικία. Μερικοί άνθρωποι το αποκαλούν αυτό θάνατο».
     
    «Θα πεθάνουμε όλοι;» ρώτησε ο Φρέντυ.
     
    «Ναι!» αποκρίθηκε ο Ντάνιελ. «Όλα πεθαίνουν. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλα ή πόσο μικρά είναι, πόσο αδύνατα ή δυνατά. Πρώτα επιλέγουμε το καθήκον μας. Ζούμε τον ήλιο και το φεγγάρι, τον άνεμο και την βροχή. Μαθαίνουμε να χορεύουμε και να γελάμε. Έπειτα πεθαίνουμε».
     
    «Εγώ δεν θα πεθάνω!» είπε αποφασιστικά ο Φρέντυ. «Εσύ Ντάνιελ;».
     
    «Ναι» απάντησε ο Ντάνιελ. «Όταν έρθει η ώρα μου».
     
    «Πότε θα είναι αυτό;» ρώτησε ο Φρέντυ.
     
    «Κανένας δεν είναι σίγουρος» αποκρίθηκε ο Ντάνιελ.
     
    Εκείνο το απόγευμα, στο χρυσό φως του δειλινού, ο Ντάνιελ κόπηκε από το κλωνάρι του. Έπεσε χωρίς καμιά προσπάθεια. Καθώς έπεφτε, φαινόταν να χαμογελάει ειρηνικά. 

    «Αντίο, προς το παρόν, Φρέντυ» είπε.
     
    Τώρα ο Φρέντυ ήταν ολομόναχος, το μόνο φύλλο που είχε απομείνει στο κλαδί. Την άλλη μέρα το πρωί έπεσε το πρώτο χιόνι. Ήταν απαλό, άσπρο και ήρεμο. Το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό. Ελάχιστα φάνηκε ο ήλιος την ημέρα εκείνη, που ήταν πολύ σύντομη. Ο Φρέντυ διαπίστωσε ότι έχανε το χρώμα του κι ότι γινόταν εύθραυστος. Το κρύο ήταν αδιάκοπο και το χιόνι βάραινε ανυπόφορα επάνω του.
     
    Τα χαράματα ο άνεμος πήρε τον Φρέντυ από το κλωνάρι του. Καθόλου δεν πόνεσε. Ένιωσε να πλέει ήρεμα, απαλά και αθόρυβα μέσα στο κενό, όλο προς τα κάτω.
     
    Καθώς έπεφτε, είδε ολόκληρο το δέντρο για πρώτη φορά. Πόσο δυνατό και σταθερό ήταν! Ήταν σίγουρος ότι το δέντρο θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμα. Κι ακόμα ήξερε, τώρα, ότι ο ίδιος ήταν ένα μέρος από τη ζωή του δέντρου. Η γνώση αυτή τον έκανε υπερήφανο.
     
    Ο Φρέντυ έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό από χιόνι. Κατά κάποιο τρόπο ένιωσε να είναι μαλακά, ακόμα και ζεστά. Σ’ αυτή τη νέα του θέση ήταν πιο άνετα από κάθε άλλη φορά. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ο ξερός και άχρηστος εαυτός του, όπως τον νόμιζε τώρα, θα γινόταν ένα με το νερό και θα χρησίμευε να γίνει το δέντρο πιο δυνατό. Πιο πολύ απ’ όλα, δεν ήξερε ότι εκεί, κοιμισμένα μέσα στο δέντρο και τη γη, υπήρχαν κιόλας σχέδια για να βγουν νέα φύλλα την Άνοιξη.
     
    Ο Φρέντυ πρόσεξε ότι τ’ άλλα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν. «Θα ήρθε η ώρα τους», σκέφτηκε. Είδε, μάλιστα, ότι μερικά φύλλα αντιστέκονταν για λίγο στις ριπές του ανέμου πριν πέσουν. Άλλα πάλι αφήνονταν να κοπούν απ’ το κλωνάρι τους με το πρώτο φύσημα του ανέμου κι έπεφταν απαλά στη γη. Γρήγορα το δέντρο έμεινε σχεδόν γυμνό.
     
    «Φοβάμαι να πεθάνω» είπε ο Φρέντυ στον Ντάνιελ. «Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί κάτω!».
     
    «Όλοι φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε, Φρέντυ. Είναι φυσικό» τον διαβεβαίωσε ο Ντάνιελ. «Δεν φοβόσουν, όμως, όταν η άνοιξη έγινε καλοκαίρι. Δεν φοβόσουν όταν το καλοκαίρι έγινε φθινόπωρο. Ήταν φυσικές οι αλλαγές. Γιατί πρέπει να φοβάσαι την εποχή του θανάτου;».
     
    «Πεθαίνει, ακόμα, και το δέντρο;» ρώτησε ο Φρέντυ.
     
    «Κάποια μέρα. Υπάρχει, όμως, κάτι πιο δυνατό από το δέντρο. Είναι η ζωή που διαρκεί για πάντα. Όλοι εμείς είμαστε μέρος της ζωής».
     
    «Πού θα πάμε όταν πεθάνουμε;».
     
    «Κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο!».
     
    «Θα γυρίσουμε πίσω την άνοιξη;».
     
    «Εμείς, ίσως όχι. Η ζωή, όμως, ναι».
     
    «Τότε ποιος ήταν ο λόγος για όλα αυτά;» συνέχισε να ρωτά ο Φρέντυ. «Τι χρειαζόταν να βρεθούμε εδώ, αφού ήταν να πέσουμε και να πεθάνουμε;».
     
    Ο Ντάνιελ απάντησε με το σίγουρο ύφος του: «Ο λόγος ήταν για τον ήλιο και το φεγγάρι. Ήταν για τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί. Ήταν για τον ίσκιο, για τους γέρους και τα παιδιά. Ήταν για τα χρώματα του φθινοπώρου. Ήταν για τις εποχές. Δεν είναι όλα αυτά αρκετά;».

    LEO BUSCAGLIA

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ:



    Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...