Mια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια… πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια βιβλιοθήκη. Ήταν κι ένα κορίτσι, που το έλεγαν Λουΐζα και πήγε πρώτη του φορά στη βιβλιοθήκη. Περπατούσε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σάκα με ρόδες. Κοίταζε παντού τριγύρω με κατάπληξη: Ράφια κι άλλα ράφια, γεμάτα με βιβλία… τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές στους τοίχους και αφίσες.
«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.
«Θαυμάσια, Λουΐζα! Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»
«Ένα μόνο;» ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.
Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, κι ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά: να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω κι έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε την αγαπημένη της «Χιονάτη». Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και
«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.
«Θαυμάσια, Λουΐζα! Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»
«Ένα μόνο;» ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.
Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, κι ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά: να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω κι έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε την αγαπημένη της «Χιονάτη». Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και