Ο Μάρτης μόλις μεγάλωσε άρχισε να τρέχει πάνω στις κορυφές των βουνών, στους κάμπους και στα λιβάδια. Ο ήλιος από τον ουρανό τον ακολουθούσε και έπαιζε μαζί του.
Από το πολύ το τρέξιμο και το παιχνίδι, ίδρωνε και τότε, κάνοντας αέρα για να δροσιστεί, φώναζε: Ούφ!! Ζεσταίνομαι!!
Ο ήλιος ακούγοντας τη γκρίνια του έφευγε τρέχοντας.
Τότε ερχόταν ο βοριάς να τον δροσίσει, ερχονταν και τα συννεφάκια κι η βροχή που δρόσιζαν το Μάρτη.
Ο Μάρτης για μια δυο ώρες ήταν ευχαριστημένος.
Αλλά μετά από λίγο άρχιζε να κρυώνει.
- Αχ κρυώνω!! Αχ παγώνω!! Φώναζε κλαίγοντας.
Ήλιε μου, έλα, Ήλιε μου, να με ζεστάνεις!!
Και πάλι έτρεχε ο ήλιος κοντά του.
Τέλος πάντων αυτός ο Μάρτης δεν ξέρει τι θέλει και τι γυρεύει! Φώναζαν νευριασμένα μερικά χελιδόνια, που εκείνη την ώρα πετούσαν και γυρνούσαν πάλι πίσω από τις μακρινές χώρες που είχαν πάει για να ξεχειμωνιάσουν...
Το Μάρτη τον πεντάγνωμο όπου γελά και κλαίει, θα τόνε τιμωρήσουμε ψέματα να μη λέει του φώναζαν τιτιβίζοντας ...