Ζούσε κάποτε στην Ισπεπονία µια πεντάµορφη κυρά που τη λέγανε Δόνα Τερηδόνα. Η Δόνα Τερηδόνα είχε το πιο γλυκό και φωτεινό χαµόγελο του κόσµου. Όσο γλυκό και φωτεινό, όµως, ήταν το χαµόγελό της, τόσο µοχθηρή και ύπουλη ήταν η ψυχή της.
Κάθε πρωί η Δόνα Τερηδόνα ρωτούσε τον καθρέφτη της, έναν αστραφτερό καθρέφτη µε χρυσή, γυαλιστερή κορνίζα:
– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;
– Αναµφισβήτητα εσείς, Δόνα Τερηδόνα, και αυτό δεν το λέω για να σας κολακέψω, απαντούσε ο καθρέφτης.
Μια µέρα συνέβη κάτι το εντελώς
αναπάντεχο. Η Δόνα Τερηδόνα ρώτησε, όπως συνήθιζε, τον πιστό της καθρέφτη:
– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;
– Το οµορφότερο χαµόγελο στον κόσµο το
έχει η Λουκία.
έχει η Λουκία.
– Τι έκανε, λέει; Λουκία; Ποια είναι αυτή η χαζο-Λουκία;
– Δεν την ξέρεις;
– Όχι! Πού να την ξέρω;
– Είναι ένα κοριτσάκι, που µόλις µετακόµισε στη γειτονιά µας.
Την άλλη µέρα η Δόνα Τερηδόνα έβαλε σε
εφαρµογή το σατανικό της σχέδιο. Πρώτα απ’ όλα έστειλε τρεις γορίλες µε σοµπρέρο που είχε στη δούλεψή της, να αρπάξουν τον οδοντογιατρό της περιοχής και να τον φυλακίσουν στα ανήλιαγα υπόγεια του πύργου της.
εφαρµογή το σατανικό της σχέδιο. Πρώτα απ’ όλα έστειλε τρεις γορίλες µε σοµπρέρο που είχε στη δούλεψή της, να αρπάξουν τον οδοντογιατρό της περιοχής και να τον φυλακίσουν στα ανήλιαγα υπόγεια του πύργου της.
Ύστερα άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Ουράνιου Τόξου, ακριβώς απέναντι από το σπίτι που έµενε η Λουκία.
Όταν το άλλο πρωί η Λουκία βγήκε στο δρόµο, για να πάει στο σχολείο, είδε το ζαχαροπλαστείο µε τις βιτρίνες φίσκα από τούρτες, σοκολατάκια, πάστες και λουκουµάκια. Τα λιγουρεύτηκε και µπήκε µέσα.
– Καληµέρα σας!
– Καληµέρα! τη γλυκοχαιρέτησε η Δόνα Τερηδόνα µ’ ένα πλατύ χαµόγελο. Τι επιθυµείς, καλό µου κοριτσάκι;
– Αυτά εδώ τα γλειφιτζούρια, τα µεγάλα, τα στριφογυριστά, µε τα τρία χρώµατα, πόσο έχουνε;
– Δωρεάν.
– Τότε θα πάρω ένα ή µάλλον τρία. Κι αυτές εδώ οι τρούφες;
– Οι τρούφες; Για να δω τον τιµοκατάλογο… Δωρεάν!
– Αλήθεια; Βάλτε µου τότε µισό κιλό ή µάλλον ενάµισι. Η Δόνα Τερηδόνα περίµενε µερικές µέρες, για να δώσει τον καιρό στη Λουκία να φάει τα ψώνια της, και ρώτησε νωχελικά τον καθρέφτη:
– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;
– Ε, δεν είπαµε; αποκρίθηκε ο καθρέφτης. Η Λουκία!
– Ποια Λουκία, µωρέ; Είσαι στα καλά σου; Δε χαλάσανε τα δόντια της;
– Όχι.
– Γιατί;
– Επειδή η Λουκία δεν είναι καµιά χαζούλικη µικρούλα. Είναι τετραπέρατη. Κάθε βράδυ πλένει καλά καλά τα δόντια της. Ποτέ, µα ποτέ δεν το ξεχνάει.
Η Δόνα Τερηδόνα κάλεσε τους γορίλες µε τα σοµπρέρο, τους έδωσε ένα τσουβάλι και τους είπε:
– Πηγαίνετε στο σχολείο της Λουκίας. Μόλις τη δείτε να στρίβει τη γωνία, ριχτείτε της, αρπάξτε την και κουβαλήστε την εδώ.
– Μάλιστα. Στις προσταγές σας.
Οι γορίλες πήρανε ένα τσουβάλι, ανεβήκανε στη µοτοσικλέτα τους, πήγανε στο σχολείο και περιµένανε κρυµµένοι πίσω από µια βελανιδιά.
Μόλις είδανε τη Λουκία να βγαίνει, χυµήξανε, την αρπάξανε, τη βάλανε στο τσουβάλι, την πήγανε στον πύργο και την κλειδώσανε σε ένα δωµάτιο που το είχε ετοιµάσει ειδικά για το σκοπό αυτό η Δόνα Τερηδόνα.
Κάθε µέρα οι γορίλες πήγαιναν στο κελί της Λουκίας τα πιο εξαίσια ζαχαρωτά!
– Όχι! Όχι! Όχι!!! Δε θα τ’ αγγίξω, έλεγε µέσα της. Δε θα τ’ αγγίξω, γιατί δεν έχω µαζί µου οδοντόβουρτσα και θα χαλάσουνε τα δόντια µου αν τα φάω.
Όσο περνούσαν όµως οι µέρες και δεν έβαζε µπουκιά στο στόµα της, τόσο πιο δύσκολο ήταν να αντιστέκεται στον πειρασµό.
Την έβδοµη µέρα οι γορίλες φέρανε στο κελί µια υπέροχη, τεράστια, πανέµορφη, δεκαώροφη γαµήλια τούρτα. Η Λουκία δεν άντεξε άλλο, άρπαξε το κουτάλι, πήρε µια µεγάλη, µια πελώρια, µια τεράστια κουταλιά και ετοιµάστηκε να τη βάλει στο στόµα της.
– Συγγνώµη! άκουσε τότε µια ψιλή φωνίτσα. Εσύ είσαι η Λουκία;
– Ναι. Ποιος µιλάει;
– Εγώ. Το γκρίζο ποντίκι µε την κίτρινη ουρά. Εδώ στο πάτωµα. Σου ’φερα ένα µήνυµα. Είναι δεµένο στην ουρά µου µε µια κόκκινη κλωστή.
– Μήνυµα; Ποιος το στέλνει;
– Διάβασέ το και θα δεις.
Η Λουκία πήρε το µήνυµα και το διάβασε...
Λουκία,
Είµαι ο Θανάσης ο οδοντίατρος. Βρίσκοµαι φυλακισµένος στο αντικρινό κελί. Σε θαυµάζω, Λουκία. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να χαλάς τη ζαχαρένια σου. Κάνε ό,τι σου πει ο Ποντικοσουρταφέρτας, το έµπιστο ποντίκι που σου έφερε το µήνυµα.
– Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε η Λουκία.
– Να ξεγελάσεις τη Δόνα Τερηδόνα, εξήγησε ο Ποντικοσουρταφέρτας.
– Μπα, αλήθεια; Και πώς, παρακαλώ, θα την κάνω να πιστέψει ότι έφαγα την τούρτα, αν δεν τη φάω;
– Θα τη φάω εγώ και η παρέα µου.
– Και πώς θα την κάνω να πιστέ-ψει ότι χαλάσανε τα δόντια µου;
– Θα τα µαυρίσεις µε το καρβουνάκι.
– Ποιο καρβουνάκι;
– Αυτό που µου έδωσε ο κύριος Πολφός.
Πέσανε όλα πάνω στη γαµήλια τούρτα και ώσπου να πεις «ποντικοουρά», δεν είχε µείνει ούτε ψίχουλο. Στο µεταξύ η Λουκία µαύρισε µε το καρβουνάκι τα δόντια της.
Εκείνη τη στιγµή ακούστηκαν βήµατα. Ήταν η Δόνα Τερηδόνα και οι γορίλες που έρχονταν να δουν αν η Λουκία είχε φάει την τούρτα.
– Για να δω τα δοντάκια σου, είπε µελιστάλαχτα η Δόνα Τερηδόνα. Για άνοιξε το στοµατάκι σου!
– Ορίστε, χαµογέλασε η Λουκία.
– Βλέπω ότι µαυρίσανε τα δοντάκια σου.
– Αλήθεια; Τι κρίµα!
– Κατάµαυρα είναι. Έχουνε τα µαύρα τους τα χάλια. Δίνε του τώρα. Και αν θες τη συµβουλή µου, µην πολυχαµογελάς, γιατί, αν τύχει να σε δει κανείς, θα του κοπεί η χολή του, και ποιος τον σώζει!
– Ευχαριστώ για την ευγενική σας συµβουλή, καλή µου κυρία. Θα τη λάβω σοβαρά υπ’ όψη µου. Μπορώ να πηγαίνω τώρα;
– Μπορείς! απάντησε η Δόνα Τερηδόνα. Αφήστε την ελεύθερη, έδωσε εντολή στους γορίλες. Και τον οδοντογιατρό επίσης. Δεν τον χρειαζόµαστε πια. Έτσι που έγιναν τα δόντια τής χαζούλας, δε θεραπεύονται µε τίποτα.
Με ανυπόκριτο θαυµασµό
Θανάσης Πολφός
– Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε η Λουκία.
– Να ξεγελάσεις τη Δόνα Τερηδόνα, εξήγησε ο Ποντικοσουρταφέρτας.
– Μπα, αλήθεια; Και πώς, παρακαλώ, θα την κάνω να πιστέψει ότι έφαγα την τούρτα, αν δεν τη φάω;
– Θα τη φάω εγώ και η παρέα µου.
– Και πώς θα την κάνω να πιστέ-ψει ότι χαλάσανε τα δόντια µου;
– Θα τα µαυρίσεις µε το καρβουνάκι.
– Ποιο καρβουνάκι;
– Αυτό που µου έδωσε ο κύριος Πολφός.
Πέσανε όλα πάνω στη γαµήλια τούρτα και ώσπου να πεις «ποντικοουρά», δεν είχε µείνει ούτε ψίχουλο. Στο µεταξύ η Λουκία µαύρισε µε το καρβουνάκι τα δόντια της.
Εκείνη τη στιγµή ακούστηκαν βήµατα. Ήταν η Δόνα Τερηδόνα και οι γορίλες που έρχονταν να δουν αν η Λουκία είχε φάει την τούρτα.
– Για να δω τα δοντάκια σου, είπε µελιστάλαχτα η Δόνα Τερηδόνα. Για άνοιξε το στοµατάκι σου!
– Ορίστε, χαµογέλασε η Λουκία.
– Βλέπω ότι µαυρίσανε τα δοντάκια σου.
– Αλήθεια; Τι κρίµα!
– Κατάµαυρα είναι. Έχουνε τα µαύρα τους τα χάλια. Δίνε του τώρα. Και αν θες τη συµβουλή µου, µην πολυχαµογελάς, γιατί, αν τύχει να σε δει κανείς, θα του κοπεί η χολή του, και ποιος τον σώζει!
– Μπορείς! απάντησε η Δόνα Τερηδόνα. Αφήστε την ελεύθερη, έδωσε εντολή στους γορίλες. Και τον οδοντογιατρό επίσης. Δεν τον χρειαζόµαστε πια. Έτσι που έγιναν τα δόντια τής χαζούλας, δε θεραπεύονται µε τίποτα.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "Η ΔΟΝΑ ΤΕΡΗΔΟΝΑ" http://akrasakis.blogspot.com/2015/05/blog-post_11.html#ixzz3xI7ZUT6t
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου