Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

Ημερομηνία εορτής: 17/01/2015
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 17 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Πολιούχος: Περιστέρι Αττικής
Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Αντωνιος Ο Μεγας (251 - 356)

Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν Νόων,
Ἔξαρχον Ἀντώνιον Ἀσκητῶν ἔχων.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.
Βιογραφία
Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

"Η ΔΟΝΑ ΤΕΡΗΔΟΝΑ"


Ζούσε κάποτε στην Ισπεπονία µια πεντάµορφη κυρά που τη λέγανε Δόνα Τερηδόνα. Η Δόνα Τερηδόνα είχε το πιο γλυκό και φωτεινό χαµόγελο του κόσµου. Όσο γλυκό και φωτεινό, όµως, ήταν το χαµόγελό της, τόσο µοχθηρή και ύπουλη ήταν η ψυχή της.

Κάθε  
πρωί η Δόνα Τερηδόνα ρωτούσε τον καθρέφτη της, έναν αστραφτερό καθρέφτη µε χρυσή, γυαλιστερή κορνίζα:


– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;

– Αναµφισβήτητα εσείς, Δόνα Τερηδόνα, και αυτό δεν το λέω για να σας κολακέψω, απαντούσε ο καθρέφτης.

Μια µέρα συνέβη κάτι το εντελώς

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Γιορτάζουμε σήμερα 7 Ιανουαρίου ,ημέρα της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστού.Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανάγγειλε την έλευση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.Ήταν και  ο μοναδικός από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει τον Χριστό αφού έζησε στα χρόνια Του.










Χρόνια Πολλά στις εορτάζουσες και στους εορτάζοντες.!!









Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ


Τα Αγία Θεοφάνια είναι μια από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίστηκε το 2ο αιώνα μ.χ και αναφέρεται στην φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού.Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε .Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτιστεί.Ο Ιωάννης ,αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτιστεί,στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτιστεί από Εκείνον.Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει.Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίστηκε μια μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή,όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαφτιζόμενο Ιησού,ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε:<Ούτως εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός,εν ω ευδόκησα> (Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός , αυτός που είναι ο εκλεκτός μου).
Από τότε και το βάπτισμα των χριστιανών.δεν είναι ,< εν ύδατι>,όπως το βάπτισμα <μετανοίας > του Ιωάννη ,αλλά <εν πνεύματι αγίω>,ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό ,το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλιωσηςμε το Θεό.Έτσι η βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστήριου του βαπτίσματος .Με την καθαρτική χάρη του Αγίου βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζετε και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ





Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Όταν δίνεις, πλουτίζεις… δεν φτωχαίνεις: Μια ιστορία με τεράστιο νόημα



Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους. Μια μέρα, εκεί που έβγαλε το ζεστό ψωμί και μοσχοβόλησε η… γειτονιά, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του ένας φτωχός.




-Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
-Αμ΄ τίνος να’ναι;
-Και δεν τα τρως;
-Βρε φύγε από δω!
-Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
– Φύγε σου είπα, παράτα με.
-Αφεντικό!
-Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
-Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός…


Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει… Ο φούρναρης όλη μέρα ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε. Ας τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε!Τη νύχτα, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.


Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω …; Γυναίκα, πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιoς να πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή, ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο. Βάλτε το στον άλλο ζυγό.

Οι διάβολοι επαναστάτησαν: Το ψωμί δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού. Και απάντησαν οι Άγγελοι: Όμως χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του. Και που λες γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ, και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!
Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει. Εμείς όμως; Το έχουμε καταλάβει; Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε; Μήπως η “κρίση” μας βούλιαξε στην ολιγοπιστία; Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να γινόμαστε και λίγο χριστιανοί;;; Και να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε. Ας το αποδείξουμε εμπράκτως. Τα Χριστούγεννα έρχονται , κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη και περιμένουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί…
Φίλοι μου, μην ξεχνάτε ότι: Η πρώτη θυγατέρα του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο…
ΠΗΓΗ:www.diaforetiko.gr




Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ


  • Αρχιμηνιά ,καλή χρονιά με σύγκρυα και παγωνιά.
  • Γενάρη μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.
  • Γενάρης χωρίς χιόνι ,κακό μαντάτο.
  • Να μουν το Μάη γάιδαρος και τον Απρίλ' κριάρι,(ή σκύλος τον Αλωνάρη),όλο το χρόνο κόκορας και γάτος τον Γενάρη.
  • Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι.
  • Το φεγγάρι του Γενάρη παρά λίγο μέρα κάνει.
  • Ο Γενάρης δεν γεννά,μήτε αυγά,μήτε πουλιά,μόνο κρύα και νερά.
  • Ο Γενάρης και αν γεννάται,του καλοκαιριού θυμάται.
  • Όποιος σπέρνει τον Γενάρη σπέρνει την ανεμοζάλη.
  • Τον Γενάρη κάβε ξύλα και φεγγάρι  μην κοιτάξεις.
  • Γενάρη μήνα κλάδευε φεγγάρι μην κοιτάξεις.
  • Ο λαγός και το περδίκι κι ο καλός  νοικοκύρης τον Γενάρη χαίρονται.
  • Κόψε ξύλα τον Γενάρη και μην κρατερής φεγγάρι.
  • Ο Γενάρης κι αν γεννά του καλοκαιριού μηνά.
  • Χιόνισ' εβρεξ' ο Γενάρης ,μόλοι οι μύλοι μας θ' αλέθουν.
  • Γενάρη πίνουν το κρασί , το Θεριστή το ξύδι.

ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ


Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία πριν 1500 περίπου χρόνια, και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη ,κατανόηση και αλληλοβοήθεια.Κάποια μέρα όμως ένας αχόρταγος στρατηγός-τύραννος της περιοχής ,ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,αλλιώς θα την κατέστρεφε, Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη μάζεψε από τους κατοίκους ότι χρυσαφικό είχαν και τα παρουσίασε στον στρατηγό ο οποίος ομάς με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Ένας καβαλάρης,ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι,αφάνισαν τον στρατό του στρατηγού και σώθηκε η πόλη.Τότε όμως,ο δεσπότης της,ο Μέγας Βασίλειος,βρέθηκε σε δύσκολη θέση,γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατόχους τους και ο καθένας να πάρει το δικό του ,Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και είπε στους διακόνους του να ζυμώσουν ψωμάκια,και μέσα να βάλουν λίγα χρυσαφικά.Τα μοίρασαν σαν ευλογία στους  κάτοικους της πόλης της Καισαρείας και η κάθε οικογένεια βρήκε στο ψωμάκι της τα δικά της κοσμήματα.Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουριά μέσα ,την πρώτη μέρα του χρόνου ,την ημέρα που εορτάζουμε  τον Άγιο Βασιλειών ,για να θυμόμαστε έτσι το θαύμα του.

πηγή..Ieros Naos Theopatoron

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.


- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:

- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.

Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.

Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...