Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό, όπως τα πουλιά.
— Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας.
— Σέρνω κάθε µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να ‘µουν κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά!
Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονό της, τη λυπήθηκαν και τη ρώτησαν.
— Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας.
— Σέρνω κάθε µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να ‘µουν κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά!
Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονό της, τη λυπήθηκαν και τη ρώτησαν.
— Θέλεις στ’ αλήθεια να πετάξεις, κυρα-χελώνα;
— Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.
— Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Ας πετάξω µια