ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ
- ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ( 9 )
- ΑΝΟΙΞΗ ( 5 )
- ΑΠΟΚΡΙΕΣ ( 16 )
- ΑΡΘΡΑ ( 187 )
- ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ( 93 )
- ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ( 6 )
- ΕΥΧΕΣ ( 34 )
- ΘΡΗΣΚΕΙΑ ( 58 )
- Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ( 1 )
- ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ( 37 )
- ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ( 22 )
Σελίδες
Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς - Παιδική Χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Βασίλης έρχεται,
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
συ' σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάρνο, ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με-δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί-και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου-άγιε μου καλέ Βασίλη.
Και νέον έτος αριθμεί
την του Χριστού περιτομή
και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.
Του χρόνου μας αρχή καλή
και ο Χριστός μας προσκαλεί
την κακία ν' αρνηθούμε
μ' αρετές να στολιστούμε.
Να ζούμε βίον τέλειον
κατά το ευαγγέλιον
με αγάπη με ειρήνη
και με τη δικαιοσύνη.
Χρόνια πολλά και ευτυχή
με καθαρά κι αγνή ψυχή
με χαρά και με υγεία
και με θεία ευλογία.
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016
"ΚΙ ΟΜΩΣ, ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε...
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλυτη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, ακριβώς πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε.
Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη».
Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις».
«Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια κυρία στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της.
«Φταίνε οι πολιτικοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
«Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα».
Άλλος ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις -εξ αποστάσεως- μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια».
Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν' απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του.
«Ποιος είναι;», ρώτησε ένας.
«Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος.
«Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος.
«Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία.
Αλλά το αγοράκι που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά».
«Ήταν απλά ΑΝΘΡΩΠΟΣ!»
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΚΙ ΟΜΩΣ, ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ" http://akrasakis.blogspot.com/2012/12/blog-post_880.html#ixzz4UIWTcsA3
"Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ"
Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος. Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του -μια φούντα θυμαριού- το είχε χάσει.
Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στο χιονάνθρωπο. Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ‘ρχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα ‘λιωνε.
Κι ο Κωστής τού κόλλησε ένα καπάκι από κόκα κόλα για στόμα. Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σαν νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ" http://akrasakis.blogspot.com/2013/01/blog-post_9.html#ixzz4UIUtWjRp
Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στο χιονάνθρωπο. Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ‘ρχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα ‘λιωνε.
«Πού να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό.
Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους.
«Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα. «Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Στέφανος.
«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο. «Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τ’ αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά.
«Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε», τον απογοήτεψαν τα καράβια.
«Και τώρα, τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της κόκα κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα - ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ τη λέγανε.
«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!», ράγισε το σκαρί.
Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας π’ όρμηξε και, «χαπ!» έκοψε ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου.
Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το 'βαλε στα πόδια ο καρχαρίας. Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει.
Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το 'βαλε στα πόδια ο καρχαρίας. Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει.
«Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί.
Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει, κι εκεί το σύννεφο έπεσε σαν χιόνι πάνω στην κορυφή.
Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν το χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.
Μα αυτό δε στεναχώρησε το χιονάνθρωπο. Ήταν τόσο χαρούμενος που δε χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Ακούστε το παραπάνω παραμύθι
και ταυτόχρονα, διαβάστε το,
γυρνώντας τις σελίδες του ψηφιακού βιβλίου,
πατώντας εδώ!
και ταυτόχρονα, διαβάστε το,
γυρνώντας τις σελίδες του ψηφιακού βιβλίου,
πατώντας εδώ!
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ" http://akrasakis.blogspot.com/2013/01/blog-post_9.html#ixzz4UIUtWjRp
Από πού βγήκαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς;
Αν θυμηθούμε λίγο τους στίχους από ταπρωτοχρονιάτικα κάλαντα θα δούμε ότι δεν βγάζουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα...
Ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με το άγιο θόλος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται
από την Καισαρεία
συ είσαι αρχόντισσα κυρία
Βαστάει εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι
Το καλαμάρι έγραφε
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου καλέ Βασίλη
Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά πρόκειται δύο διαφορετικές ιστορίες μπερδεμένες σε μία!
Στα χρόνια του Βυζαντίου, οι πολίτες της κατώτερης τάξης δεν μπορούσαν να συνομιλούν με τους άρχοντες της ανώτερης τάξης, παρά μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών για να τους απευθύνουν ευχές.
Έτσι λοιπόν ένα ερωτοχτυπημένο παλικάρι προσπάθησε να προσεγγίσει μια αρχόντισσα και να της κάνει ερωτική εξομολόγηση παραθέτοντας τους στίχους του ποιήματος του μέσα στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς!
Πράγματι, αν απομονώσετε τους στίχους που είναι σημειωμένοι παραπάνω με έντονα γράμματα προκύπτει ένα όμορφο θρησκευτικό τραγουδάκι που μιλάει για τη νέα χρονιά και τον Άγιο Βασίλη.
κι αρχή καλός μας χρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και πνευματικός
Άγιος Βασίλης έρχεται
από την Καισαρεία
Βαστάει εικόνα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι
Το καλαμάρι έγραφε
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου καλέ Βασίλη
Οι υπόλοιποι στίχοι, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν μια μορφή ερωτικής εξομολόγησης.
εκκλησιά με το άγιο θόλος
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει
και δεν μας καταδέχεται
συ είσαι αρχόντισσα κυρία
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
δες και με το παλικάρι
Δηλαδή:
Εσύ που είσαι ψηλή και όμορφη σαν εκκλησιά με τον τρούλο της, βγες έξω να περπατήσεις για να σε δω και να ανοίξει η καρδιά μου. Δεν καταδέχεσαι να μου μιλήσεις επειδή ανήκεις σε αριστοκρατική οικογένεια. Εσύ που είσαι γλυκιά σαν το γλυκό βανίλια-υποβρύχιο (ζαχαροκάντιο ζυμωτή), δες και μένα το παλικάρι.
Το αστείο είναι ότι η παράφραση αυτή κατάφερε και πέρασε μέχρι τις μέρες μας και συνεχίζουμε να τραγουδάμε κάθε χρόνο τα ασυνάρτητα αυτά κάλαντα χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν στα αλήθεια.
iPaideia.gr
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016
"ΜΑΜΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ;"
Στο σχολείο ο Γιωργάκης μού είπε ότι δεν υπάρχει, πού ζει, τι τρώει, ποιος είναι ο μπαμπάς του κι η μαμά του, τα ελάφια του τι κάνουν τον υπόλοιπο χρόνο, που ζούνε, θα μπει τελικά από το τζάκι, κι αυτοί που δεν έχουνε τζάκι... Εκατοντάδες ερωτήσεις που μας βάζουν στη διαδικασία να μπούμε ή να μην μπούμε στο μύθο, να τον διατηρήσουμε θαυμάζοντας την παιδική αφέλεια ή τελικά να τους προσγειώσουμε στην... πεζή πραγματικότητα, πως τελικά τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά δεν είναι κάτι άλλο από αυτό που βλέπουν: φωτάκια, χριστουγεννιάτικα δέντρα, βιτρίνες με παιχνίδια, που δεν μπορούμε πάντα να τα αγοράσουμε (ειδικά τώρα, με την οικονομική κρίση).
Πολλές ερωτήσεις προέρχονται από παιδιά διαφορετικών ηλικιών. Απαιτούν επομένως απαντήσεις, ανάλογα με την ηλικία που απευθυνόμαστε. Απαντάμε ακριβώς σε ότι μας ρωτάνε. Έτσι στη ερώτηση ενός παιδιού 3–4 ετών πώς είναι ο Άγιος Βασίλης, από πού έρχεται, η απάντησή μας δεν μπορεί παρά να είναι... η συνέχεια του παραμυθιού: ο Άγιος Βασίλης είναι ένας χαμογελαστός παππούς, με λευκή γενειάδα, κόκκινα ρούχα και... πολύ λιχούδης... Η Γαλλίδα παιδοψυχαναλύτρια F. Dolto υπογραμμίζει: «Τα παιδιά έχουν ανάγκη από ποίηση. Ο μύθος είναι ποίηση και η ποίηση έχει τη δική της αλήθεια».
Για ποιο λόγο σ΄αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία που τρέφεται έτσι κι αλλιώς με μύθους και παραμύθια να γκρεμίσουμε, αφενός το μύθο του παιδιού και αφετέρου να χάσουμε την υπέροχη στιγμή που θα μας υπαγορεύσει το παιδί μας το γράμμα προς τον Άγιο Βασίλη; Ας το ζήσουμε μαζί τους κι ας μην το υποβιβάσουμε στο επίπεδο της καθημερινότητας, λέγοντας: αν είσαι καλό παιδί θα σου φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης. Ο Άγιος φέρνει δώρα σε όλους... δώστε τους τον μύθο καθαρό ατόφιο και κυρίως απλόχερα, π.χ.:Μετά από αυτό που έκανες, θα πω στον Άγιο να μη σου φέρει δώρο. Μα είναι δυνατόν ένας Άγιος να μην φέρει δώρα σε όλους; Εξάλλου, παρ' όλες τις απειλές, τελικά δώρο θα πάρει. Ας έχουμε τουλάχιστον συνέπεια λόγων και πράξεων.
Να του εξηγήσω ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης; Σιγά–σιγά καθώς το παιδί μεγαλώνει θα σας θέσει και την καίρια ερώτηση: υπάρχει Άγιος Βασίλης, γιατί στο σχολείο μου είπανε ότι δεν υπάρχει. Η F. Dolto αναφέρει σχετικά: «... να του εξηγήσεις τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ΄ ένα
Γρ. Ξενόπουλος – Χριστουγεννιάτικη νύχτα
Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.
Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;
— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.
Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα
Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016
"ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ"
Έπεφτε πυκνό χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι, ούτε στα πόδια του. Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν.
Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της. Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους. Όμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια. Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; Έμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα 'νιωθε πια από το πολύ το κρύο. Ένα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! Έμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό. Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε.
Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο. Άναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλησε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. Άναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου.
Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε. Όλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. Ένα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει», μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό».
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου». «Όταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δεν θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!
ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ
Παρακολουθήστε ένα όμορφο βίντεο -βαθύτατα συγκινητικό- με το θαυμάσιο αυτό παραμύθι! Μας δίνει την ευκαιρία να προβληματιστούμε και να διορθώσουμε τη συμπεριφορά μας, προσφέροντας αληθινές, μικρές πράξεις αγάπης, σε όσους τις έχουν ανάγκη. Στις μέρες μας είναι τόσοι πολλοί αυτοί που υποφέρουν από τη φτώχεια και την εξαθλίωση και αρκετοί από αυτούς κυκλοφορούν άστεγοι και πεινασμένοι.
Κυρίως, ας σκεφτούμε τα μικρά παιδιά... Προσφέροντάς τους τρόφιμα, ρούχα, παιχνίδια, φάρμακα, μια ζεστή αγκαλία, ένα γλυκο λόγο, ένα τρυφερό φιλί, όχι μόνο την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά και όλο το χρόνο, θα τα κάνουμε να νιώσουν ευτυχία και χαρά. Η αξία της προσφοράς είναι πολύ σπουδαία, καθώς θα χαρίσει και σ' εμάς ανάλογα συναισθήματα και την ικανοποίηση ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας θα χαμογελάσουν ξανά...
Πρωτοχρονιάτικο παραμύθι – Πηνελόπη Δέλτα
ΜΙΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗ Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».
Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο.
Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ’ αδύνατα χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω’ δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
-Τι συλλογίζεσαι, Βασιλάκη; ρώτησε η μητέρα του.
– Κοίταζα τα χιόνια, αποκρίθηκε ο μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια… Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ;
-Ναι, παιδί μου, βρήκε, και θα σου το φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου… και είναι πολύ όμορφο… Είσαι ευχαριστημένος;
-Ναι, είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)