Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Η γιαγιά είναι λαχτάρα, λατρεία, αδυναμία

Η γιαγιά είναι έρωτας, είναι λατρεία, είναι αδυναμία. Η γιαγιά είναι δυο φορές μαμά. Υπάρχει μια σχέση διαφορετική μαζί της. Είναι πάντα δίπλα σου με την προστατευτικότητα της μαμάς, αλλά με μια άλλη ηρεμία, απαλλαγμένη από τα υπερβολικά άγχη. Μια ηρεμία που επιτρέπει ένα δέσιμο μοναδικό, στο οποίο χωράνε μόνο αλήθειες.


Η γιαγιά είναι λαχτάρα. Θυμάμαι την τεράστια αγκαλιά της και το πλατύ, γλυκό χαμόγελό της κάθε φορά που με έβλεπε. Θυμάμαι το καμάρι και την

Πώς διαβάζουμε σωστά τα βιβλία στα παιδιά;

diavasma-paidi-1-juniorsclub.gr
Τα οφέλη που αποκομίζουν τα παιδιά από την ανάγνωση βιβλίων είναι γνωστά, γι’ αυτό θα πρέπει να τους διαβάζουμε καθημερινά και για να έχουμε θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να το κάνουμε με σωστό τρόπο.
Είναι βασικό, να επιλέγουμε κατάλληλα βιβλία, με εικόνες, λεζάντες, αστείες ιστορίες, με ευκολομνημόνευτες φράσεις (ώστε να θυμάται το παιδί, όταν ξαναδιαβαστούν και να συμμετέχει), με ενδιαφέρον και ευχάριστο περιεχόμενο, οι ιστορίες να είναι κατάλληλες για την ηλικία του παιδιού, οι εικόνες να είναι ευδιάκριτες και να ‘λένε’ μια ιστορία, που να βγαίνει νόημα, χωρίς να είναι απαραίτητες οι τυπωμένες λέξεις, να εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο του παιδιού κ.α.
Το κριτήριο γενικά είναι να εμπίπτουν στην κατηγορία καλού παιδικού βιβλίου.
Επιπλέον, πρέπει να

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ


Ιανουάριος ή Γενάρης ή Καλαντάρης


Ο Ιανουάριος ή Γενάρης ή Καλαντάρης ή Καλαντάρς στα ποντιακά, είναι ο πρώτος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο. Ιανουάριος, καθώς τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν.
Ο Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ιανό, θεό κάθε αρχής στη ρωμαϊκή μυθολογία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Ηλίας Αναγνωστάκης: «…ο Ιανός ήταν θεός δίμορφος, που παριστάνεται πότε με κλειδιά ή με τριακόσιες ψήφους στο δεξί του χέρι και εξήντα πέντε στο αριστερό, όσες οι μέρες του ενιαυτού. Εκκαλείτο δε και «Αιωνάριος» αντί Ιανουάριος, επειδή τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν και υπήρχε δωδεκάβωμον στο ναό του, όσοι και οι μήνες του έτους».
Ο Ιανουάριος, ωστόσο, δεν ήταν ανέκαθεν ο πρώτος μήνας του έτους για τους Ρωμαίους. Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, πρώτος μήνας ήταν ο Μάρτιος, από το όνομα του πολεμικού θεού τους Mars-Martis (δηλαδή του Άρη των Ελλήνων). Πρωτοχρονιά ήταν τότε η πρώτη Μαρτίου, η οποία εξακολούθησε να γιορτάζεται και στα κατοπινά χρόνια. Και επειδή θυμούνταν πως αυτή ήταν η αρχική τους πρωτοχρονιά, την έλεγαν πάτριον. Ο Ιανουάριος έγινε πρώτος μήνας αργότερα, όταν ο μυθικός βασιλιάς των Ρωμαίων Νούμας Πομπίλιος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τον ήλιο.
Στον Ιανουάριο ο λαός μας έχει δώσει διάφορες ονομασίες, όπως το Γενάρης επειδή τότε γεννούν τα γιδοπρόβατα, και Μεσοχείμωνας επειδή είναι ο μεσαίος από τους μήνες του χειμώνα, όπως δηλώνει και η παροιμία «ως τα’ Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».
Ο Ιανουάριος είναι επίσης και ο μήνας με το λαμπρότερο φεγγάρι: «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα μέρα μοιάζει». Ονομάζεται και Γατόμηνας επειδή στη διάρκειά του ζευγαρώνουν οι γάτες, και Μεγάλος μήνας ή Τρανός μήνας ή Μεγαλομηνάς,  γιατί είναι ο πρώτος μήνας του έτους και σε αντιδιαστολή με τον Φεβρουάριο, που είναι «κουτσός» (Κουτσοφλέβαρος).
Οι αλκυονίδες ημέρες τού έχουν δώσει και την ονομασία «γελαστός», αλλά είναι επίσης γνωστός και ως «κλαδευτής»: «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις». Άλλες ονομασίες: Γενολοήτης (επειδή αυτόν τον μήνα γεννοβολούν τα κοπάδια), Κρυαρίτηςγιατί είναι ο πιο «κρυουλιάρης».
Ο Ιανουάριος είναι επίσης γνωστός και ως καλαντάρης από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τα δώρα των Καλενδών του Ιανουαρίου. Τα δώρα αυτά είναι το σημερινό «δώρο των Χριστουγέννων», ο 13ος μισθός, ο οποίος στη Βυζαντινή εποχή ήταν πράγματι δώρο κι όχι μισθός
Οι ρίζες άλλωστε πολλών εθίμων του Δωδεκαήμερου ανάγονται στους χρόνους που γιορτάζονταν η «Χειμερινή τροπή» του Ήλιου που σημάδευε την αρχή της εποχής του χειμώνα. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια 9στην Ελλάδα τα Κρόνια) από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου και ήταν η αρχαιότερη γιορτή των Ρωμαίων την οποία απέδιδαν στον Ρωμύλο ή στους Πελασγούς. Ξεχώρισε όμως από τις άλλες αγροτικές γιορτές τους το 217 π.Χ. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αηττήτου ηλίου», στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του Ήλιου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες, και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει. Την 1η Ιανουαρίου γιορτάζονταν οι Καλένδες, στις 3 τα Βότα, στις 4 τα Λορεντάλια και στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος αυτή των εορτών.
Μήνας, επομένως των γιορτών μπορεί να ονομαστεί με τις πολλές γιορτές που έχει ο Γενάρης. Η πρώτη μέρα του μήνα είναι η πρωτοχρονιά και γιορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο με λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και πολλές εκδηλώσεις. Αυτή η ημέρα καλύπτεται από ένα πλήθος λαϊκών εθίμων, με πράξεις και ενέργειες μαγικές, που έχουν την προέλευσή τους στα βάθη των αιώνων.  Τη μέρα αυτή γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Βασιλείου, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας. Ο Αγιος Βασίλης ενσαρκώνει για το λαό, το πνεύμα του καινούργιου χρόνου.
Στις 6 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Φώτων, μεγάλη Χριστιανική γιορτή, γιατί τότε αγιάζονται τα νερά. Αυτή η γιορτή συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου και ο λαός τη λέει “Μεγάλη γιορτή, Θεότρομη”. Είναι η μέρα που βαφτίσθηκε ο Χριστός απ’ τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο στ’ άγια νερά του Ιορδάνη.
Στις 7 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστή.
Στις 17 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Αντωνίου και στις 18 του Αγίου Αθανασίου. Του Αγίου Αθανασίου η ημέρα μεγαλώνει μια ώρα. Γι’ αυτό πολλοί λένε “Αη-Θανάσης ήλθε, καλοκαίρι ήλθε”.
Στις 20 Ιανουαρίου είναι η γιορτή του Αγίου Ευθυμίου.
Στις 30 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Η γιορτή των μεγάλων αυτών ιεραρχών είναι η γιορτή των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Την ημέρα αυτή στη Σιάτιστα τελείται πανηγυρική θεία λειτουργία καθώς και μνημόσυνο των ευεργετών των σχολείων της πόλης.

Πολλές είναι και οι παροιμίες για τον Ιανουάριο, όπως οι παραδείγματος χάριν οι ακόλουθες:
Σ’ όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.
Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, oλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.
Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη.
Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά.
Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.
Οποιος θε να βαμπακώσει, το Γενάρη θε ν’ οργώσει.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά.
Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο.
Τ’ Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες.
Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα.
Εκαμε κι ο Γενάρης ήλιο.
Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.
Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.
Με τα Φώτα του ο Γενάρης, όλης της χρονιάς μπροστάρης.
ΠΗΓΗ.http://www.dogma.gr/imerodromio/ianouarios-i-genaris-i-kalantaris/15951/

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας († 1 Ιανουαρίου)




«Ο άγιος Βασίλειος άκμασε στους χρόνους του βασιλιά Ουάλεντα. Ενώπιόν του ομολόγησε με θάρρος την υγιά ορθόδοξη πίστη και εναντιώθηκε στην κακοδοξία του Αρείου, την οποία αποδέχτηκε ο βασιλιάς σαν φωτιά που λυμαίνεται την Εκκλησία.
Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο, ενώ η μητέρα του από την Καππαδοκία. Στους λόγους υπερέβαλε τους πάντες, όχι

Καλή Πρωτοχρονιά


 Ας είναι το ξεκίνημα του 2017 αφετηρία μιας δημιουργικής εποχής! 
Χρόνια πολλά 

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς - Παιδική Χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου




Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.

Αγιος Βασίλης έρχεται,
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
συ' σαι αρχόντισσα κυρία.

Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάρνο, ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με-δες και με το παλικάρι.

Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί-και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου-άγιε μου καλέ Βασίλη.

Και νέον έτος αριθμεί
την του Χριστού περιτομή
και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.

Του χρόνου μας αρχή καλή
και ο Χριστός μας προσκαλεί
την κακία ν' αρνηθούμε
μ' αρετές να στολιστούμε.

Να ζούμε βίον τέλειον
κατά το ευαγγέλιον
με αγάπη με ειρήνη
και με τη δικαιοσύνη.

Χρόνια πολλά και ευτυχή
με καθαρά κι αγνή ψυχή
με χαρά και με υγεία
και με θεία ευλογία.


.


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

"ΚΙ ΟΜΩΣ, ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"



Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. 


Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε...

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλυτη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.


Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, ακριβώς πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. 

Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».  


Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». 


Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». 


«Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της. 


Μια κυρία στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. 


«Φταίνε οι πολιτικοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». 


«Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα».

Άλλος ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις -εξ αποστάσεως- μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια». 

Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν' απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. 

Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. 

«Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. 


«Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. 


«Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. 


«Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. 

Αλλά το αγοράκι που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά».

«Ήταν απλά ΑΝΘΡΩΠΟΣ!»


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΚΙ ΟΜΩΣ, ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ" http://akrasakis.blogspot.com/2012/12/blog-post_880.html#ixzz4UIWTcsA3

"Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ"


Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος. Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του -μια φούντα θυμαριού- το είχε χάσει. 


Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στο χιονάνθρωπο. Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ‘ρχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα ‘λιωνε.

«Πού να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό. 

Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους. 

«Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα. «Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Στέφανος. 

Κι ο Κωστής τού κόλλησε ένα καπάκι από κόκα κόλα για στόμα. Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σαν νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.

«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο. «Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τ’ αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά. 

«Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε», τον απογοήτεψαν τα καράβια.

«Και τώρα, τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της κόκα κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα - ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ τη λέγανε.

«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!», ράγισε το σκαρί. 

Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας π’ όρμηξε και, «χαπ!» έκοψε ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου.

Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το 'βαλε στα πόδια ο καρχαρίας. Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει.

«Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί.
Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει, κι εκεί το σύννεφο έπεσε σαν χιόνι πάνω στην κορυφή. 

Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν το χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.

Μα αυτό δε στεναχώρησε το χιονάνθρωπο. Ήταν τόσο χαρούμενος που δε χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.

ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Ακούστε το παραπάνω παραμύθι 
και ταυτόχρονα, διαβάστε το, 
γυρνώντας τις σελίδες του ψηφιακού βιβλίου,
πατώντας εδώ!  


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ" http://akrasakis.blogspot.com/2013/01/blog-post_9.html#ixzz4UIUtWjRp
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...