Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΠΑΘΟΥΣΕ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ


Μια δασκάλα δεν συμπαθούσε καθόλου ένα μαθητή της. Ώσπου έμαθε το τραγικό μυστικό του…
Πριν από πολλά χρόνια σε ένα Δημοτικό σχολείο της Αμερικανικής επαρχίας υπήρχε μια δασκάλα Το όνομα της ήταν κυρία Τόμπσον. Την πρώτη μέρα της καινούργιας σχολικής χρονιάς, στάθηκε μπροστά από τα παιδιά της πέμπτης τάξης, τους συστήθηκε και στη συνέχεια τους είπε ένα μεγάλο ψέμα. Όπως και οι περισσότεροι άλλωστε δάσκαλοι, κοίταξε τους μαθητές της και τους είπε ότι τους θα τους αγαπάει και θα τους προσέχει όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, γιατί εκεί στην μπροστινή σειρά, κάθονταν ένα μικρό αγόρι, ο Τέντυ Στάλλαρντ. Η κυρία Τόμπσον είχε παρατηρήσει τον Τέντυ από την προηγούμενη χρονιά και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, δεν συμμετείχε στην τάξη, τα ρούχα του ήταν συνέχεια βρώμικα και σίγουρα δεν έκανε όσο συχνά έπρεπε μπάνιο.
Ο Τέντυ ήταν ένα παιδί που την δυσαρεστούσε όποτε τον έβλεπε για αυτό και απολάμβανε τις στιγμές που σχημάτιζε με τον κόκκινο στυλό της τα τεράστια Χ στα τετράδια του, έσβηνε τα λάθη του ή βαθμολογούσε με 6 και με 5 τις εργασίες του
. Στο σχολείο, όπου δίδασκε η κυρία Τόμπσον, ήταν υποχρεωμένη να ελέγχει το παρελθόν όλων των παιδιών που υπήρχαν στη τάξη της. Ακόμη και του μικρού Τέντυ. Έτσι όταν άνοιξε τα αρχεία του, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ο δάσκαλος που είχε τον Τέντυ στην πρώτη τάξη του Δημοτικού έγραφε για αυτόν: «Ο Τέντυ είναι ένα υπέροχο παιδί όλο χαμόγελο. Είναι οργανωτικός, μελετηρός και έχει καλούς τρόπους. Είναι μια έμπνευση για τα παιδιά που βρίσκονται γύρω του.»
Η δασκάλα που είχε τον Τέντυ στη Δευτέρα Δημοτικού έγραφε: «Είναι εξαιρετικός μαθητής, τον συμπαθούν πολύ οι συμμαθητές του αλλά ο ίδιος μοιάζει πολύ προβληματισμένος επειδή η μητέρα του πάσχει από μια ανίατη ασθένεια και η ζωή στο σπίτι του πρέπει να είναι πολύ δύσκολη.» Η δασκάλα που τον δίδαξε στην Τρίτη Δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του του στοίχισε πολύ. Ο ίδιος προσπαθεί να κάνει ότι καλύτερο μπορεί, αλλά ο πατέρας του δεν του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η άσχημη κατάσταση στο σπίτι θα τον επηρεάσει πολύ σύντομα, αν δεν αλλάξει γρήγορα κάτι.» Ο δάσκαλος του Τέντυ στην Τετάρτη Δημοτικού έγραφε: «Ο Τέντυ έχει παραιτηθεί και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη.» Η κυρία Τόμπσον συνειδητοποίησε το πρόβλημα και αισθάνθηκε ντροπή για τον εαυτό της.
Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν όλοι οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα τυλιγμένα με αστραφτερά περιτυλίγματα και όμορφες κορδέλες. Όλοι, εκτός από τον Τέντυ. Το δικό του δώρο ήταν αδέξια τυλιγμένο σε ένα βρώμικο, καφέ χαρτί που μάλλον πριν ήταν η σακούλα ενός παντοπωλείου.
Η κυρία Τόμπσον δυσκολεύτηκε να το ανοίξει. Τα περισσότερα παιδιά γέλασαν όταν έβγαλε από μέσα ένα βραχιόλι που είχε φτιάξει ο ίδιος μεσπάγκο και πέτρες αλλά και ένα ανοιχτό, μισογεμάτο μπουκάλι με άρωμα. Σηκώθηκε από τη θέση της και σταμάτησε απότομα των γέλιο των παιδιών όταν φώναξε δυνατά πόσο πολύ της άρεσε το δώρο του. Στη συνέχεια φόρεσε το βραχιόλι και έριξε λίγο από το άρωμα στο χέρι της.
Ο Τέντυ έφυγε τελευταίος εκείνη τη μέρα από την τάξη. Βγαίνοντας από τη πόρτα γύρισε προς τη δασκάλα του και της είπε με θλιμμένη φωνή «Σήμερα κυρία μυρίζετε σαν τη μαμά μου!» Η κυρία Τόμπσον έκλαψε πολύ εκείνη τη μέρα. Από τότε σταμάτησε να μαθαίνει τα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Αντ “αυτού, άρχισε να τα διδάσκει. Αγαπούσε όλα τα παιδιά αλλά έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον μικρό Τέντυ. Κάθε φορά που τον βοηθούσε στα μαθήματα του, το μυαλό του έμοιαζε να ζωντανεύει.
Όσο περισσότερο τον ενθάρρυνε, τόσο πιο γρήγορα απαντούσε στις ερωτήσεις της. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Τέντυ είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης και, παρά το ψέμα της ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο, ο Τέντυ ήταν πλέον και επίσημα ο αγαπημένος της.Την επόμενη χρονιά η κυρία Τόμπσον ανέλαβε πάλι την Πέμπτη Δημοτικού και έβλεπε τον Τέντυ μόνο στα διαλείμματα. Μια μέρα, προς το τέλος τουέτους, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του σπιτιού της. Το σημείωμα είχε την υπογραφή του Τέντυ και έγραφε: «Είσαστε ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ στη ζωή μου». Έξι χρόνια μετά η κυρία Τόμπσον έλαβε άλλο ένα σημείωμα, αυτή τη φορά με το ταχυδρομείο.
Ήταν πάλι ο Τέντυ και της έγραφε ότι είχε τελειώσει τρίτος σε βαθμό το Λύκειο, αλλά εκείνη ήταν ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Τέσσερα χρόνια μετά, πήρε άλλη μια επιστολή από τον Τέντυ. Της έγραφε ότι είναι δύσκολα στο Πανεπιστήμιο αλλά πολύ σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο του και με καλό βαθμό. Τέλειωσε το γράμμα του γράφοντας ότι ακόμη εκείνη είναι η καλύτερη και η πιο αγαπημένη του δασκάλα που είχε ποτέ. Έπειτα από τέσσερα χρόνια άλλο ένα γράμμα από τον Τέντυ έκανε την εμφάνιση του στο ταχυδρομικό κουτί της κυρία Τόμπσον.
Της έγραφε ότι αφού πήρε το πτυχίο του, αποφάσισε να προχωρήσει λίγο ακόμη τις σπουδές του. Τέλειωνε την επιστολή γράφοντας ότι παραμένει η καλύτερη και η αγαπημένη του δασκάλα. Η κυρία Τόμπσον πήρε ακόμη ένα γραμμα από τον Τέντυ εκείνη την άνοιξη.Αλλά αυτή τη φορά το όνομα με το οποίο υπέγραφε,ήταν διαφορετικό: Δρ. Θίοντορ Φ. Στάλλαρντ. Της έγραφε ότι είχε βρει μια κοπέλα και επρόκειτο να την παντρευτεί. Της έλεγε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε εκείνη, να καθίσει στη θέση που κάθεται η μητέρα του γαμπρού. Φυσικά εκείνη το έκανε..
Πήγε στο γάμο φορώντας στο χέρι εκείνο το βραχιόλι από πέτρες που τηςείχε κάνει δώρο ο Τέντυ και φορώντας το άρωμα που του θύμιζε τη μητέρα του. Την στιγμή που ο Δρ. Στάλλαρντ την αγκάλιασε της ψιθύρισε στο αυτί: «Σας ευχαριστώ, κυρία Τόμπσον, γιατί πιστέψατε σε μένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γιατί με κάνατε να αισθανθώ σημαντικός και μου δείξατε πως μπορώ να κάνω τη διαφορά».
Η κυρία Τόμπσον με δάκρυα στα μάτια του απάντησε: «Τέντυ, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Εσύ είσαι αυτός που μου έμαθε ότι μπορώ να κάνω τη διαφορά. Δεν ήξερα πώς να διδάξω τους μαθητές μου μέχρι που σε γνώρισα.» Προσπαθήστε να μην κρίνετε από το περιτύλιγμα και μην υποτιμάτε ποτέ μα ποτέ την δύναμη που έχετε και που μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων γύρω σας.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Τα πειραχτήρια των Χριστουγέννων



Στη Σύμη τους αποκαλούν «Κάηδες», στον Πόντο «Χρυσαφεντάδους», στην Κύπρο «Πλανήταρους», ενώ άλλοι τους φωνάζουν «Λυκοκαντζαραίους». «Καρκατζέλια», «Κωλοβελόνηδες» ή «Παραωρίτες».  Μπορεί οι Καλικάντζαροι να διαθέτουν πολλές  ονομασίες είναι διάσημο», όμως για ένα και μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο: για τις σκανδαλιές, στις οποίες επιδίδονται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.


   Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, είναι δαιμονικά όντα που εμφανίζονται στη γη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια (25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου), όσο δηλαδή ο Χρίστος είναι αβάφτιστος. Τον υπόλοιπο χρόνο ζουν κάτω από το έδαφος και πασχίζουν με τσεκούρια, πριόνια και άλλη εργαλεία, να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν. αλλά λίγο πριν κοπεί καταφθάνουν το Χριστούγεννα και αποφασίζουν να ανέβουν στη γη, αφήνοντας το να κοπεί μόνο του. Όταν επιστρέφουν τα Θεοφάνεια, το δέντρο είναι και πάλι άκοπο. Έτσι, πιάνουν δουλεία ξανά έως τα επόμενα Χριστούγεννα.
Όσο παραμένουν στη γη, οι καλικάντζαροι βρίσκουν καταφύγιο σε μύλους, γεφύρια και ποτάμια και
κυκλοφορούν μονάχα τις νύχτες, ώσπου να λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές. Είναι άσχημοι, μαλλιαροί και παράξενοι, τους αρέσει ο χορός και όταν συναντήσουν κάποιον άνθρωπο τη νύχτα, τον στροβιλίζουν μέχρι να πέσει λιπόθυμος, Αν πάλι είναι δεινός χορευτής, τον επιβραβεύουν και τον ανταμείβουν.
Οι καλικάντζαροι πειράζουν τους ανθρώπους, σκαρφαλώνουν στις στέγες των σπιτιών σπάζοντας κεραμίδια και ποδοπατούν ό,τι βρουν μπροστά τους. Αφού κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσω αυτών των θορύβων, μπαίνουν στο εσωτερικό του σπιτιού από τις καπνοδόχους, κλέβουν ρούχα, σκορπίζουν το αλεύρι και κλέβουν τα αγαπημένα τους φαγητά όπως είναι το σύκα, το ξεροτήγανα και το λουκάνικο.
Αν σας επισκεφτούν ποτέ καλικάντζαροι, μπορείτε να τους απωθήσετε με τη φωτιά, την οποίο φοβούνται πολύ.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Μια ανθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία ¨"Το πενηντάρικο"





πηγήhttps://www.facebook.com/Perivivlioulogos/posts/886429094826732:0
Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του. Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι; Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω. Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

"Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ"




Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό, όπως τα πουλιά.

 Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. 

 Σέρνω κάθε µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να ‘µουν κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά!

Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονό της, τη λυπήθηκαν και τη ρώτησαν.

 Θέλεις στ’ αλήθεια να πετάξεις, κυρα-χελώνα;

 Αν θέλω; απάντησε η χελώνα. 

 Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Ας πετάξω µια

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΣΤΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΗΧΩ"


O μικρός κάστορας ζούσε ολομόναχος στην άκρη της μεγάλης λίμνης. Δεν είχε αδελφούς. Δεν είχε αδελφές. Και το χειρότερο απ όλα, δεν είχε ούτε φίλους. Μια μέρα, την ώρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης, άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε πολύ δυνατά. Και μετά δυνατότερα. 


Ξαφνικά άκουσε κάτι παράξενο. Στην άλλη άκρη της λίμνης κάποιος άλλος έκλαιγε μαζί του. Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει, για να ακούσει. Αμέσως σταμάτησε να κλαίει και ο άλλος. Ο μικρός κάστορας ήταν πάλι μόνος του.

«Μπουχ, χουχ, χουου», έκανε.

«Μπουχ, χουχ, χουου», έκανε και η φωνή, στην απέναντι πλευρά της λίμνης.

Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει.
«Γεια σου!», φώναξε. 

«Γεια σου!» φώναξε και

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

"Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ"

Μια μέρα o γάιδαρος ενός αγρότη έπεσε σε ένα πηγάδι. Το ζώο φώναζε απελπισμένα για ώρες κι ο αγρότης προσπαθούσε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Τέλος, αποφάσισε ότι το ζώο ήταν γέρικο, και τα έξοδα που απαιτούνταν για να το βγάλει από το πηγάδι ήταν πολλά. Δεν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει να σώσει τον γάιδαρο. Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει, ήταν να τον θάψει ζωντανό.

Κάλεσε όλους τους γείτονές του να έρθουν και να τον βοηθήσουν. Πήραν όλοι από ένα φτυάρι και άρχισαν να πετάνε χώματα στο πηγάδι. Στην αρχή, ο γάιδαρος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και φώναξε φρικτά, ούρλιαξε… 

Μετά όμως, προς έκπληξη όλων, ησύχασε.
Λίγα φορτία χώμα είχαν πέσει στο πηγάδι, όταν

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

"Ο ΦΕΓΓΑΡΟΥΛΗΣ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΗΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ"



Μια φορά και έναν καιρόπολύ παλιά, ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα... Ο ήλιος χανόταν και άρχισε να βγαίνει το φεγγάρι... Ο Φεγγαρούλης μας! 

Μόνο μια ηλιαχτίδα έμεινε και ο Φεγγαρούλης εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη της!

— Καλησπέρα! της είπε ο Φεγγαρούλης. 



— Καλησπέρα! του απάντησε η ηλιαχτίδα. Αλλά δεν έχω πολύ χρόνο για κουβέντες... Πρέπει να φύγω...

— Μην φεύγεις! της είπε τότε ο Φεγγαρούλης.  

— Πρέπει, είπε η ηλιαχτίδα. Μα μου

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χρήστος Θηβαίος - Παραμύθι (ακυκλοφόρητη ηχογράφηση)








Μιά φορά κι έναν καιρό στον κόσμο των παραμυθιών
ήρθαν όλα άνω κάτω,μ'έναν τρόπο μαγικό.
Ήρωες απ'τα παραμύθια αποφάσισαν με μιάς
τις σελίδες να αφήσουν και να έρθουνε σε 'μας.

Δρόμο παίρνουν,δρόμο αφήνουν,φτάνουν στο Λυκαβηττό
κι έρχονται και μας χτυπάνε,το

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ





Μια μέρα ενας μαθητής αποφάσισε να προκαλέσει τον δάσκαλό του.

Έτσι σκέφτηκε να του στήσει μια παγίδα. Έπιασε μια πεταλούδα και την


κράτησε στη χούφτα του


Όταν θα πήγαινε στο δάσκαλο θα τον ρώταγε τι είχε στο χέρι του.


Κι αν ο δάσκαλος το έβρισκε, τότε θα τον ρωτούσε εάν η πεταλούδα ήταν ζωντανή ή νεκρή.


Στην περίπτωση που απαντούσε ότι η πεταλούδα ήταν ζωντανή, τότε θα



 έσφιγγε το χέρι του και θα τη σκότωνε και το αντίστροφο.


Όταν είχαν μάθημα λοιπόν, πλησίασε τον δάσκαλο, μπροστά σε όλους


τους υπόλοιπους μαθητές, έτεινε το χέρι προς το μέρος του και τον

 ρώτησε:


~Δάσκαλε, τι έχω στο χέρι μου 

;

~Την ψυχή σου έχεις παιδί μου, απάντησε ατάραχος ο δάσκαλος.


Ο μαθητής προβληματίστηκε για λίγο σκεπτόμενος την απάντηση.


Κατέληξε ότι ο δάσκαλος είχε δίκιο


Η πεταλούδα ήταν μια ψυχή που θα μπορούσε να είναι και δική του.


Ωστόσο, συνέχισε:


~Και είναι ζωντανή η ψυχή μου δάσκαλε ή όχι?



Ο δάσκαλος τον κοίταξε με καλοσύνη στα μάτια και του είπε χαμογελαστά


~Από το χέρι σου εξαρτάται

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...

Mια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια… πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια βιβλιοθήκη. Ήταν κι ένα κορίτσι, που το έλεγαν Λουΐζα και πήγε πρώτη του φορά στη βιβλιοθήκη. Περπατούσε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σάκα με ρόδες. Κοίταζε παντού τριγύρω με κατάπληξη: Ράφια κι άλλα ράφια, γεμάτα με βιβλία… τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές στους τοίχους και αφίσες.


«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.

«Θαυμάσια, Λουΐζα! Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»

«Ένα μόνο;» ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.

Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή, κι ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά: να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω κι έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε την αγαπημένη της «Χιονάτη». Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ: "ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΓΓΙΞΕΙ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ"





Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης, που τον λέγανε Τρωκτικούλη. Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης, κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.

 - Παππού, έλεγε στον παππού του, σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου, απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.

- Μα, γιατί είναι τόσο ψηλά, παππού;

- Είναι τόσο ψηλά, για να μην

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

"Η ΔΟΝΑ ΤΕΡΗΔΟΝΑ"


Ζούσε κάποτε στην Ισπεπονία µια πεντάµορφη κυρά που τη λέγανε Δόνα Τερηδόνα. Η Δόνα Τερηδόνα είχε το πιο γλυκό και φωτεινό χαµόγελο του κόσµου. Όσο γλυκό και φωτεινό, όµως, ήταν το χαµόγελό της, τόσο µοχθηρή και ύπουλη ήταν η ψυχή της.

Κάθε  
πρωί η Δόνα Τερηδόνα ρωτούσε τον καθρέφτη της, έναν αστραφτερό καθρέφτη µε χρυσή, γυαλιστερή κορνίζα:


– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια στον κόσµο αυτό έχει το χαµόγελο το πιο γλυκό;

– Αναµφισβήτητα εσείς, Δόνα Τερηδόνα, και αυτό δεν το λέω για να σας κολακέψω, απαντούσε ο καθρέφτης.

Μια µέρα συνέβη κάτι το εντελώς

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Όταν δίνεις, πλουτίζεις… δεν φτωχαίνεις: Μια ιστορία με τεράστιο νόημα



Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους. Μια μέρα, εκεί που έβγαλε το ζεστό ψωμί και μοσχοβόλησε η… γειτονιά, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του ένας φτωχός.




-Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
-Αμ΄ τίνος να’ναι;
-Και δεν τα τρως;
-Βρε φύγε από δω!
-Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
– Φύγε σου είπα, παράτα με.
-Αφεντικό!
-Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
-Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός…


Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει… Ο φούρναρης όλη μέρα ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε. Ας τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε!Τη νύχτα, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.


Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω …; Γυναίκα, πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιoς να πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή, ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο. Βάλτε το στον άλλο ζυγό.

Οι διάβολοι επαναστάτησαν: Το ψωμί δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού. Και απάντησαν οι Άγγελοι: Όμως χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του. Και που λες γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ, και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!
Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει. Εμείς όμως; Το έχουμε καταλάβει; Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε; Μήπως η “κρίση” μας βούλιαξε στην ολιγοπιστία; Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να γινόμαστε και λίγο χριστιανοί;;; Και να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε. Ας το αποδείξουμε εμπράκτως. Τα Χριστούγεννα έρχονται , κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη και περιμένουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί…
Φίλοι μου, μην ξεχνάτε ότι: Η πρώτη θυγατέρα του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο…
ΠΗΓΗ:www.diaforetiko.gr




Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.


- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:

- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.

Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.

Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ"




Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη.




Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε, σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού. Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. 

Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και τον Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για τον Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας. 

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στον Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν τον Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε: 

- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα εξηγήσεις στον Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;

Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δεν μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στον Χριστό.

- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δεν χωρούσε πια άλλα.

- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί. Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στον Χριστό. Και μη χειρότερα. Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.

- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

- Μα τι έγινε;

- Θαύμα! 

- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας τον Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. 

Η γριούλα –ποια να 'ταν άραγε;– είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα.

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «Λουλούδια των Χριστουγέννων». Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε«Άστρα του Χριστού».  

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6-8 εβδομάδες.

  
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ; ΝΑ ΤΑ ΠΕΙΤΕ!»/ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
                Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ" http://akrasakis.blogspot.com/2011/12/blog-post_9236.html#ixzz3ue2BCN00

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ευγένιος Τριβιζάς «Ένα δέντρο μια φορά


Μια υπέροχη ταινία που αποδίδει το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων. Φωνάξτε τα παιδιά δίπλα σας και απολαύστε την μαζί!


Η ιστορία εκτυλίσσεται ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, όταν στο ζοφερό πεζοδρόμιο μιας πόλης συναντιούνται ένα παραμελημένο δέντρο κι ένα φτωχό αγόρι. Το δέντρο βλέπει από τα παράθυρα των σπιτιών τα καταστόλιστα έλατα και ζηλεύει. Ζητά από το αγόρι να το στολίσει. Εκείνο όμως ούτε στολίδια έχει ούτε χρήματα. Πώς είναι δυνατόν να στολίσει ένα μίζερο δέντρο στη μέση ενός παγωμένου πεζοδρομίου; Κι όμως… εκείνη η νύχτα είναι μια νύχτα ονείρων, μια νύχτα μαγική …






Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

"ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ"


Το μικρό μαρμάρινο αγόρι, το άγαλμα, άφησε σαν προσφυγάκι την πατρίδα του στη Μικρασία και στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τότε κρύωνε ολοένα, γιατί νοσταλγούσε αθεράπευτα την πατρίδα του στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν όμως όταν θα βρει δυο φίλους καρδιάς, την κυρία Γαλάτεια, την καθαρίστρια του Μουσείου, και το μικρό Λάμπη, το γιο του νυχτοφύλακα. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν μ’ ένα παράξενο όνειρο. Απ’ τ’ όνειρο θα φτερουγίσει στο Μουσείο ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί που θα τους ταξιδέψει μια νύχτα με πανσέληνο στις χαμένες πατρίδες, στη Μικρασία.

Την τελευταία νύχτα εκείνου του Οκτώβρη ήρθε κι ο Λάμπης, ο 


μικρός γιος του νυχτοφύλακα. Πολύ το χε μεράκι ο Λάμπης να γινόταν γλύπτης όταν θα μεγάλωνε. Να σκάλιζε, λέει, κι αυτός στο μάρμαρο αγάλματα σαν κι εκείνα στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Τι όμορφα που είναι τα αρχαία αγάλματα! Και λαχταρούσε ο Λάμπης να τ’ ακουμπήσει με το χέρι του, να τα χαϊδέψει. Όμως όλο «μη» και «μη» τού έλεγαν, «απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις». Μα το ένιωθε εκείνος πως τ’ αρχαία αγάλματα αποζητούσανε αγγίγματα σαν το δικό του.
Κι αφού τη μέρα οι φύλακες είχαν τα μάτια τετρακό-σια, άλλη λύση δεν έμενε: παρακαλούσε τον πατέρα του μήνες και μήνες, «πάρε με μαζί σου μια νύχτα στο μουσείο, πάρε με, πατέρα. Να γίνω γλύπτης θέλω, πατέρα». Μια, δυο, τρεις, δέκα, απ’ τα πολλά τα παρακάλια τελικά του κανε το χατίρι. Σαν μελένιο όνειρο ήταν, και πιο πολύ ακόμη… Μπερδεύτηκε ο Λάμπης μέσα σε πλήθος αγάλματα που σεριανούσαν στις αίθουσες του μουσείου, αργά, νωχελικά, λες κι είχαν μόλις βγει από βαθύ λήθαργο. Γυναίκες και παιδιά και άντρες και θεοί, όλοι ανάκατα, στο βελουδένιο μισοσκόταδο. Κι ανάμεσα τους να φυσάει, θαρρείς, ένα απαλό αεράκι. Δεν πίστευε στα μάτια του ο Λάμπης. «Κοίτα να δεις… Καλά μου το λεγε ο πατέρας… τις νύχτες ζωντανεύουν τ’ αγάλματα!»

Κι είδε περήφανους θεούς να υποκλίνονται ταπεινά σε ανθρώπους που μοιάζανε θεοί, και παιδιά να 
χουν πάρει στο κατόπι θεούς κρατώντας τους απ’ το μακρύ τους ρούχο. Και κοπελιές είδε σαν τα κρύα νερά να προχωρούν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους. Είδε και μοναχικά αγάλματα να στέκονται απόμερα στη γωνιά κι άλλα μαζεμένα σε παρέες να συζητούν, χωρίς όμως ν’ ακούγεται μιλιά. Έστησε αυτί ο Λάμπης μήπως και πιάσει καμιά λέξη. Μα τίποτα. Ξαφνικά, μες στη σιωπή των αγαλμάτων, άκουσε ο Λάμπης μια λεπτή φωνίτσα:

- Έι, ψιτ. Σε σένα μιλάω…

Από το βάθος της αίθουσας ερχόταν η φωνή. Τράβηξε κατά κει και μόνο τότε πρόσεξε ένα μικρό αγόρι να στέκεται ακίνητο, σφιχτοτυλιγμένο στην κάπα του, μ’ ένα σκυλάκι αγκαλιά. Το άγαλμα κρύωνε πολύ, όχι απ’ το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος, πιο βαθύς. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή πατρίδα του στη Μικρασία, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. 

- Σίγουρα είσαι ο Λάμπης εσύ!
 

- Ναι, ο Λάμπης είμαι, ο γιος του νυχτοφύλακα. Μα τ’ όνομά μου πού το ξέρεις;
 

- Σε περίμενα. Είχε δίκιο το γαλάζιο πουλί πως θα ’ρχόσουν. Ήρθες! Καλώς ήρθες!
 

- Το γαλάζιο πουλί; Ποιο πουλί; έκανε διπλά απορημένος ο Λάμπης.

Και του τα εξήγησε όλα το μικρό προσφυγάκι. Για το γαλάζιο πουλί του 
’πε που βγάζει αληθινές τις πιο τρελές επιθυμίες. Του πε για την πατρίδα του στη Μικρασία. Και για την κυρία Γαλάτεια του πε, που είναι κι αυτή προσφυγοπούλα κι είναι τα μάτια της σαν τα νερά του Αιγαίου.

- Σ’ έβλεπα τόση ώρα, Λάμπη, ν’ αγγίζεις τ’ αγάλματα.
 

- Ναι. Μια μέρα θέλω να γίνω γλύπτης, προσφυγάκι μου, γι’ αυτό.
 

- Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με.
 

- Αλήθεια το λες; Μπορώ; Το θέλεις; έκανε ο Λάμπης και το σφιξε όλο πεθυμιά στην αγκαλιά του.
 
Κι αφού χόρτασε χάδια το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Να παίξουμε τώρα, Λάμπη;
 

- Ναι, να παίξουμε. Πρώτη φορά θα παίξω με άγαλμα!

Κι έπαιξαν τρίλιζα, κι έπαιξαν αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, κι ύστερα κρυφτό. Είχε και μπίλιες πολύχρωμες στην τσέπη του ο Λάμπης και μια σβούρα ξύλινη. Έπαιξαν μπίλιες, έπαιξαν και σβούρα. Κι αφού χόρτασε παιχνίδι το μικρό προσφυγάκι, είπε:
 

- Ξέρεις παραμύθια, Λάμπη; Πολύ μ’ αρέσουνε τα παραμύθια!
 

- Ξέρω… Μια φορά κι έναν καιρό…

Εκείνη τη νύχτα έγινε τρισευτυχισμένο το μικρό άγαλμα που κρύωνε. 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ     


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ: "ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ" http://akrasakis.blogspot.com/2012/03/blog-post_3729.html#ixzz3oPuu3vt1
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger... Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...